μέγας

μέγας
μέγας
Grammatical information: adj.
Meaning: `great, big',
Other forms: μεγάλη, μέγα
Dialectal forms: Myc. mezo
Compounds: Comp. μέζων, Att. μείζων (after κρείττων, ἀμείνων a. o.; cf. Schwyzer 538), sup. μέγιστος (Il.); cf. Seiler Steigerungsformen 63. Compp., e.g. μεγά-θυμος `with great mind' (Hom.), μεγαλ-ήτωρ `magnanimous' (Il.; Sommer Nominalkomp. 135), μεγαλό-φρων `magnanimous' (Att.; Hom. μέγα φρονέων, cf. Leumann Hom. Wörter 119f.), μεγιστό-τιμος `with highest honour' (A.).
Derivatives: 1. From μεγα-: μέγεθος (cf. πλῆ-θος; -ε- vowelassim. ? Schwyzer 255), Hdt. μέγαθος, n. `greatness, sublimity' (Il.) with μεγεθ-ικός `quantitative' (Arist.-Comm.), -ύνω `magnify', pass. `become exalted' (after μεγαλύνω, late), -όομαι = μεγαλύνομαι (medic., S. E.); PN Μέγης with patron. Μεγάδης (Il.). 2. From μεγαλο- : μεγαλ-εῖος `grand(iose)' (Pl., X., Plb.; after ἀνδρεῖος enlarged) with -ειότης `highness, majesty' (LXX); μεγάλ-ωμα n. `greatness, power' (LXX; direct from μεγαλο-, cf. Chantraine Form. 187; diff. Georgacas Glotta 36, 169), -ωσύνη `id.' (LXX, Aristeas; -ω- analog., Schwyzer 529), -ωστί adv. `magnificently' (Schwyzer 624, Chantraine Gramm. hom. 1, 250). 3. From μέγιστος : μεγιστᾶνες m. pl. (rarely -άν sg.) `great lords, magnates' (Men., LXX, NT; after the PN in -ᾶνες, Björck Alpha impurum 55, 278ff.; diff. Schaeder in Schwyzer 521 n. 5), PN Μεγιστ-ώ f. (Emp. [personification], pap.), -ίας, -εύς (Boßhardt 92); μεγιστεύω `be(come) very great' (App.).
Origin: IE [Indo-European] [708] *meǵh₂-
Etymology: With μέγα, μέγας agrees Arm. mec `great', instr. meca-w, (a-stem); also Skt. máhi n. `great' (with h from -gh₂-; cf. below) can be equated as IE *mégh₂-. In Germanic the word lives on in OWNo. mjǫk `very', PGm. *meḱu, with secondary -u after *felu, Goth. filu `many' (s. πολύς). A reshaping after the i-stems shows Hitt. me-ik-ki n. `very', - `great'. Here also the Illyr. PN Mag-aplinus (Krahe IF 57, 117 f.). -- The final from -h₂ is the zero grade of -ā in Skt. mahā- `great' (as 1. member), mahā-nt- `id.'; the effect of a laryngeal (h₂) after g was aspiration in Skt (with gh \> h . As innovations to μέγα, μέγας, -αν are immediately understandable; the other forms have an l-enlargement which makes the inflexion easier, which is found in Germanic, e.g. Goth. mikils `grat' (PGm. *mekilaz) and in the synonymous Lith. dìdelis `grat' (from dìdis `id.'). Against the assumption of a common origin (Brugmann, Osthoff, Schulze a. o.) Walde(-P.) 2, 257, who rather assumes independent innovations (after χθαμαλός resp. from *mikins; rather then with Thurneysen KZ 48, 61 after leitils `small'). -- Further forms, for Greek uninteresting, in WP. 2, 257ff., Pok. 708f., W.-Hofmann s. magnus. Cf. ἀγα-. On μεγαίρω s. v.
Page in Frisk: 2,189-190

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μέγας — big masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέγας — μεγάλη, μέγα (ΑM μέγας, μεγάλη, μέγα) βλ. μεγάλος …   Dictionary of Greek

  • Μέγας — Μέγᾱς , Μέγης masc acc pl Μέγᾱς , Μέγης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μέγας Αλέξανδρος — Οικισμός (66 κάτ.) του νομού Καβάλας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ορφανού …   Dictionary of Greek

  • Μέγας Γιαλός — Ονομασία δύο οικισμών.1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 30 μ., 206 κάτ.) της Σύρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ποσειδωνίας (Δ.Δ. Βάρης) του νομού Κυκλάδων. 2. Οικισμός (18 κάτ.) της Σύρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ποσειδωνίας (Δ.Δ. Ποσειδωνίας) …   Dictionary of Greek

  • Μέγας Δένδρος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 480 μ., 91 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριχωνίδας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται Α της λίμνης Τριχωνίδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θέρμου. Υπήρξε η γενέτειρα του διδασκάλου του Γένους Ευγένιου Γιαννούλη (1597)… …   Dictionary of Greek

  • Μέγας Κάμπος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Οικισμός (88 κάτ.) του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αμφιλοχίας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ., 50 κάτ.) του νομού Άρτης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ηρακλείας …   Dictionary of Greek

  • Μέγας Κύων — (Αστρον.). Αστερισμός που βρίσκεται στο νότιο ημισφαίριο, ανάμεσα στους αστερισμούς Περιστεράς, Λαγωού, Μονόκερου και Πρύμνης. Ο α του Μ.Κ. ή Σείριος είναι ο λαμπρότερος απλανής σε ολόκληρο τον ουρανό με μέγεθος –1,6. Είναι διπλός, με ταίρι του… …   Dictionary of Greek

  • Μέγας Λάκκος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 900 μ., 31 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Βρίσκεται κοντά στα σύνορα με τον νομό Ευρυτανίας, στον οποίο και υπαγόταν μέχρι το 1974. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιτάμου …   Dictionary of Greek

  • Μέγας, Γεώργιος — (Μεσημβρία Ανατολικής Ρωμυλίας 1893 – 1976). Λαογράφος, καθηγητής πανεπιστημίου και ακαδημαϊκός. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στα πανεπιστήμια της Λειψίας και του Βερολίνου. Αρχικά σταδιοδρόμησε ως εκπαιδευτικός σε… …   Dictionary of Greek

  • Αλέξανδρος ο Μέγας — (Πέλλα 356 – Βαβυλώνα 323 π.Χ.). Βασιλιάς της Μακεδονίας (336–323), γιος του Φιλίππου B’ και της Ολυμπιάδας, κόρης του βασιλιά των Μολοσσών της Ηπείρου Νεοπτολέμου. Προικισμένος με σπάνια σωματική αντοχή και δύναμη (που του επέτρεψε να γυμνάσει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”